- διαλέκτης
- ο1. αυτός που κάνει τη διαλογή2. αυτός που κάνει διαλέξεις, αυτός που μιλάει σε δημόσιους χώρους.[ΕΤΥΜΟΛ. < διαλέγω με τη σημ. 1 και < διαλέγομαι με τη σημ. 2. Η λ. με τη σημ. 2 μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.